- δεσπόταις
- δεσπότηςmastermasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
владыка — ВЛАДЫК|А (889), Ы с. 1.Владыка, господин, хозяин: Ти ˫ако же вл҃дка стадоу (ὁ δεσπότης) Изб 1076, 123 об.; о посагаюштиихъ чрѣсъ волю. родитель своихъ. ли вл҃дкъ. васили˫а правило. (δεσποτῶν) КЕ XII, 8а; ре(ч) бо б҃ъ пр҃ркмь къ людьскымъ вл(д)кмъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οικούρημα — οἰκούρημα, τὸ (Α) [οικουρώ] 1. η φύλαξη τού σπιτιού («πικρὸν τόδ οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῑς», Ευρ.) 2. η διαμονή στο σπίτι, η οικουρία 3. φρ. «φθείρω οἰκουρήματα» διαφθείρω τις γυναίκες που μένουν στο σπίτι … Dictionary of Greek